περιπλόμενος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(nl) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιπλόμενος ptc. aor. med. van περιπέλομαι. | |elnltext=περιπλόμενος ptc. aor. med. van περιπέλομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπλόμενος:''' part. aor. 2 к [[περιπέλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. περιπέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.
English (Autenrieth)
see περιπέλομαι.
Greek Monotonic
περιπλόμενος: συγκοπτ. μτχ. του περιπέλομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλόμενος ptc. aor. med. van περιπέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
περιπλόμενος: part. aor. 2 к περιπέλομαι.