καλωστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(nl)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.
|elnltext=καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.
}}
{{elru
|elrutext='''καλωστρόφος:''' ὁ канатчик Plut.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλωστρόφος Medium diacritics: καλωστρόφος Low diacritics: καλωστρόφος Capitals: ΚΑΛΩΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kalōstróphos Transliteration B: kalōstrophos Transliteration C: kalostrofos Beta Code: kalwstro/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A rope-twister, rope-maker, Plu.Per.12.

German (Pape)

[Seite 1315] ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλωστρόφος: ὁ, ὁ συστρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πλουτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cordier.
Étymologie: κάλως, στρέφω.

Greek Monolingual

ο (Α καλωστρόφος)
αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, + -στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο-στρόφος, σχοινο-στρόφος.

Greek Monotonic

κᾰλωστρόφος: ὁ, (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.

Russian (Dvoretsky)

καλωστρόφος: ὁ канатчик Plut.