τορεία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τορεία:''' ἡ рельефное изображение, выпуклая резьба (γλυφαὶ καὶ τορεῖαι Plut.).
|elrutext='''τορεία:''' ἡ рельефное изображение, выпуклая резьба (γλυφαὶ καὶ τορεῖαι Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τορεία]], ἡ, [[τορεύω]]<br />a [[carving]] in [[relief]], Plut.
}}
}}

Revision as of 01:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορεία Medium diacritics: τορεία Low diacritics: τορεία Capitals: ΤΟΡΕΙΑ
Transliteration A: toreía Transliteration B: toreia Transliteration C: toreia Beta Code: torei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A carving in relief, i.e. repoussé or chasing, Aristeas 58, Ph.2.478, J.AJ8.3.3, Plu.Aem.32, Dem.25.    2 metaph. of rhetorical art, Poll.6.141.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, das Verfertigen erhabener Arbeit in Stein, Metall od. Holz, Plut. Aemil. Paull. 32 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορεία: ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, Πολυδ. ϛʹ, 141.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ciselure.
Étymologie: τορεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α τορεύω
η τέχνη του τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο.

Greek Monotonic

τορεία: ἡ (τορεύω), γλυπτό σε ανάγλυφο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τορεία: ἡ рельефное изображение, выпуклая резьба (γλυφαὶ καὶ τορεῖαι Plut.).

Middle Liddell

τορεία, ἡ, τορεύω
a carving in relief, Plut.