ἀποχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(1b)
(1b)
(No difference)

Revision as of 14:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχώννῡμι Medium diacritics: ἀποχώννυμι Low diacritics: αποχώννυμι Capitals: ΑΠΟΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: apochṓnnymi Transliteration B: apochōnnymi Transliteration C: apochonnymi Beta Code: a)poxw/nnumi

English (LSJ)

   A bank up a river, etc., X.HG2.2.4,5.2.4; λιμένας ἀπεχώννυσαν Plu.Phoc.11.

German (Pape)

[Seite 336] (s. χώννυμι), durch Aufschütten von Erde abdämmen, verschließen, λιμένας Xen. Hell. 2, 2, 4; ποταμόν 5, 2, 4; Plut. Phoc. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχώννυμι: μέλλ. -χώσω, κλείωφράττω διὰ χωματώσεως, ποταμὸν κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 4., 5. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

fermer par une levée on un retranchement.
Étymologie: ἀπό, χώννυμι.

Spanish (DGE)

obstruir o cerrar con un dique ἀπέχωσε τὸν ῥέοντα ποταμόν X.HG 5.2.4, τοὺς λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνός X.HG 2.2.4, cf. D.S.13.107, Plu.Phoc.11
abs. construir un dique εἰς σώματα ... τὰ ἀποχωννύντα para los obreros que construyen el dique, PWisc.77.39 (III a.C.).

Greek Monotonic

ἀποχώννυμι: μέλ. -χώσω, φράζω το στόμιο ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχώννῡμι: преграждать насыпью, запруживать (λιμένας Xen., Plut.; ποταμόν Xen.).