ἀμφίκλυστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφίκλυστος:''' кругом омываемый (волнами) ([[ἀκτή]] Soph.).
|elrutext='''ἀμφίκλυστος:''' кругом омываемый (волнами) ([[ἀκτή]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλύζω]]<br />washed on [[both]] sides by the waves, Soph.
}}
}}

Revision as of 16:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκλυστος Medium diacritics: ἀμφίκλυστος Low diacritics: αμφίκλυστος Capitals: ΑΜΦΙΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: amphíklystos Transliteration B: amphiklystos Transliteration C: amfiklystos Beta Code: a)mfi/klustos

English (LSJ)

ον,

   A washed on both sides by waves, ἀκτή, of a promontory, S.Tr.752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.BC5.72.

German (Pape)

[Seite 140] rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκλυστος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν περικλυζόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀκτή τις ἀμφ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, Σοφ. Τρ. 752, πρβλ. 780.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κλύζω.

Spanish (DGE)

-ον
batido enteramente por el agua de cabos o promontorios ἀκτή S.Tr.752, πέτρα S.Tr.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.BC 5.72, χοιράδας Lyc.633.

Greek Monolingual

ἀμφίκλυστος, -ον (Α) ἀμφικλύζω
αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού.

Greek Monotonic

ἀμφίκλυστος: -ον (κλύζω), βρεγμένος και στις δύο πλευρές από τα κύματα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκλυστος: кругом омываемый (волнами) (ἀκτή Soph.).

Middle Liddell

κλύζω
washed on both sides by the waves, Soph.