προπράτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(4)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[προπώλης]], Λυσί, παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.
|lstext='''προπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, = [[προπώλης]], Λυσί, παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπράτης Medium diacritics: προπράτης Low diacritics: προπράτης Capitals: ΠΡΟΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: proprátēs Transliteration B: propratēs Transliteration C: propratis Beta Code: propra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A = προπώλης, Lys.Fr.329:—also προ-πράτωρ, ορος, ὁ, Is.Fr.168, Gloss.

German (Pape)

[Seite 741] ὁ, Vorläufer, wie προπώλης, Poll. 7, 12 aus Lys.

Greek (Liddell-Scott)

προπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, = προπώλης, Λυσί, παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 12· ― οὕτω, προπράτωρ, ορος, ὁ, ὁ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν, Ἰσαῖος παρὰ τῷ αὐτῷ Ζ΄, 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πράτης].

Russian (Dvoretsky)

προπράτης: ου (ᾱ) ὁ перепродавец Lys.