ὑψίθρονος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑψίθρονος:''' высоко восседающий ([[Κλωθώ]] Pind.). | |elrutext='''ὑψίθρονος:''' высоко восседающий ([[Κλωθώ]] Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑψί-θρονος, ον,<br />[[high]]-[[throned]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.
English (Slater)
ὑψίθρονος, -ον
1 throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].
Greek Monotonic
ὑψίθρονος: -ον, υψηλόθρονος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίθρονος: высоко восседающий (Κλωθώ Pind.).