χόρδευμα: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χόρδευμα:''' ατος τό колбаса Arph. | |elrutext='''χόρδευμα:''' ατος τό колбаса Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χόρδευμα]], ατος, τό,<br />a [[sausage]] or [[black]]-pudding, Ar. [from [[χορδεύω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:03, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A sausage, blackpudding, Ar.Eq.315.
German (Pape)
[Seite 1364] τό, der Wurstdarm, die Wurst, Ar. Equ. 315.
Greek (Liddell-Scott)
χόρδευμα: τό, ἀλλᾶς, «λουκάνικον», Ἀριστοφ. Ἱππ. 315.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
andouille, boudin.
Étymologie: χορδεύω.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α χορδεύω
το αποτέλεσμα του χορδεύω.
Greek Monotonic
χόρδευμα: τό, λουκάνικο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χόρδευμα: ατος τό колбаса Arph.
Middle Liddell
χόρδευμα, ατος, τό,
a sausage or black-pudding, Ar. [from χορδεύω