ἀγώνισις: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀγώνισις:''' εως ἡ Thuc. = [[ἀγωνισμός]]. | |elrutext='''ἀγώνισις:''' εως ἡ Thuc. = [[ἀγωνισμός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀγωνίζομαι]]<br />[[contest]] for a [[prize]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A a contending for a prize, Th.5.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.
Greek Monotonic
ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
contest for a prize, Thuc.