ἀκατάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκατάγνωστος:''' безукоризненный, неопровержимый ([[λόγος]] NT).
|elrutext='''ἀκατάγνωστος:''' безукоризненный, неопровержимый ([[λόγος]] NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταγιγνώσκω]]<br />not to be condemned, NTest.
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάγνωστος Medium diacritics: ἀκατάγνωστος Low diacritics: ακατάγνωστος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: akatágnōstos Transliteration B: akatagnōstos Transliteration C: akatagnostos Beta Code: a)kata/gnwstos

English (LSJ)

ον,

   A not to be condemned, LXX 2 Ma.4.47, Ep.Tit. 2.8, CIG1971 (Thessalonica), IG14.2139; σύμβιος Keil-Premerstein Zweiter Bericht 225 (iii A. D.). Adv. -τως unexceptionably, λογιστεύσας IG5(2).152 (Tegea, iii A. D.), cf. POxy.140.15 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγνωστος: -ον, ὃν δὲν πρέπει νὰ καταδικάσῃ τις, Μακκαβ. Β΄, δ΄, 47, Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. β΄, 8, Συλλ. Ἐπιγρ. 1971b. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 728. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non condamné, acquitté;
2 non condamnable.
Étymologie: ἀ, καταγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no condenado LXX 2Ma.4.47, cf. Ath.Al.Decr.32.3.
2 irreprochable, intachable de pers., ref. familiares difuntos IG 10(2).1.623D (I d.C.), IUrb.Rom.1391.3 (II/III d.C.), σύμβιος TAM 5.224 (II d.C.), de abstr. λόγος Ep.Tit.2.8, ἀξίωσις Didym.in Ps.cat.118.170, προαίρεσις SB 11239.9 (V d.C.)
subst. τὸ ἀ. irreprochabilidad Basil.M.31.1300D.
II adv. -ως intachablemente λογιστεύσας IG 5(2).152 (Tegea III d.C.), ἔζησεν Const.App.8.25.2, ἀμέμπτως καὶ ἀόκνως καὶ ἀ. POxy.2478.19 (VI d.C.), τὰ ἔργα πάντα ἀ. ποιεῖσθαι BGU 840.1, cf. POxy.140.15, PGiss.56.15, PStras.40.42 (todos VI d.C.).

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καταγινώσκω; unblamable: that cannot be condemned.

English (Thayer)

(καταγινώσκω), that cannot be condemned, not to be censured: 2 Maccabees 4:47, and several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ἀκατάγνωστος, -ον (AM) καταγιγνώσκω
1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος
2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος
επίρρ. ἀκαταγνώστως
κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση.

Greek Monotonic

ἀκατάγνωστος: -ον (καταγιγνώσκω), αυτός που δεν πρέπει να καταδικαστεί, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγνωστος: безукоризненный, неопровержимый (λόγος NT).

Middle Liddell

καταγιγνώσκω
not to be condemned, NTest.