ἀμφιτρής: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; sc. [[πέτρα]] Eur.).
|elrutext='''ἀμφιτρής:''' ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной ([[αὔλιον]] Soph.; sc. [[πέτρα]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*τράω]<br />pierced from end to end, [[ἀμφιτρής]] [sc. [[πέτρα]], i. e. a [[cave]] with [[double]] [[entrance]], Eur.; with a neut. [[noun]], ἀμφιτρὴς [[αὔλιον]] Soph.
}}
}}

Revision as of 15:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτρής Medium diacritics: ἀμφιτρής Low diacritics: αμφιτρής Capitals: ΑΜΦΙΤΡΗΣ
Transliteration A: amphitrḗs Transliteration B: amphitrēs Transliteration C: amfitris Beta Code: a)mfitrh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (τετραίνω) = sq.; ἀμφιτρής (sc. πέτρα) rock

   A pierced through, cave with double entrance, E.Cyc.707: also neut., ἀμφιτρὴς αὔλιον S.Ph.19.

German (Pape)

[Seite 145] ῆτος (τράω), nach beiden Seiten durchbohrt, mit zwei Eingängen versehen, αὐλιον Soph. Phil. 19; ἡ ἀμφιτρής, sc. πέτρα, ein mit einem Durchgang versehener Fels, Eur. Cycl. 701; auch Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - ἀμφιτρής, [ἐνν. πέτρα], βράχος διάτρητος, σπήλαιον ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· ὡσαύτως οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
percé des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, τιτραίνω.

Spanish (DGE)

-ῆτος
adj. horadado de un lado a otro (πέτρα) ἀμφιτρής E.Cyc.707, αὔλιον ἀ. cueva con entrada y salida S.Ph.19
fig. de un ciego πῶς δὲ οἱ ἀμφιτρῆτες ἀνωίχθησαν ὀπωπαί y cómo se le abrieron (a la luz) sus ojos traspasados (de oscuridad), Nonn.Par.Eu.Io.9.20.

Greek Monolingual

ἀμφιτρής (-ῆτος), ο, η, το (Α) τετραίνω
1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἀμφιτρής (ενν. πέτρα)
διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τρης < ρίζα τρη-, τέτρημαι του ρ. τετραίνω.

Greek Monotonic

ἀμφιτρής: -ῆτος, ὁ, ἡ (τετραίνω), τρυπημένος, διάτρητος από άκρη σε άκρη, ἀμφιτρής (ενν. πέτρα), δηλ. σπηλιά με διπλή είσοδο, σε Ευρ.· με ουδ. ουσ., ἀμφιτρὴς αὔλιον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιτρής: ῆτος adj. пробуравленный насквозь, имеющий два выхода, сквозной (αὔλιον Soph.; sc. πέτρα Eur.).

Middle Liddell

[*τράω]
pierced from end to end, ἀμφιτρής [sc. πέτρα, i. e. a cave with double entrance, Eur.; with a neut. noun, ἀμφιτρὴς αὔλιον Soph.