ἀπόκνισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπόκνισμα:''' ατος τό щепотка, кусочек Arph. | |elrutext='''ἀπόκνισμα:''' ατος τό щепотка, кусочек Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποκνίζω]]<br />that [[which]] is nipt off, a [[little]] bit, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.
German (Pape)
[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.
Greek Monolingual
ἀπόκνισμα, το (Α) αποκνίζω
μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι.
Greek Monotonic
ἀπόκνισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό κομματάκι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκνισμα: ατος τό щепотка, кусочек Arph.