ἄχλοος: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄχλοος:''' стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.). | |elrutext='''ἄχλοος:''' стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χλόα]]<br />without herbage, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, contr. ἄχλους, ουν, (χλόα)
A without herbage, E.Hel. 1327 (lyr.). II sere, withered, Opp.H.2.496. III discoloured, Hp.Coac.596.
German (Pape)
[Seite 418] zsgz. ἄχλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): ἄνευ χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. ξηρός, μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 sans herbages;
2 sans verdure, desséché.
Étymologie: ἀ, χλόα.
Spanish (DGE)
-ον
1 que carece de vegetación, de verdor πεδία E.Hel.1327
•que ha perdido el verdor, marchito ἔρνος Opp.H.2.496.
2 ref. sólo al color descolorido, amarillento διαχώρημα Hp.Coac.596.
Greek Monolingual
ἄχλοος, -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) χλόη
ξερός, μαραμένος
αρχ.
ο χωρίς χλόη.
Greek Monotonic
ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, -ουν (χλόα), αυτός που δεν έχει χλόη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχλοος: стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).
Middle Liddell
χλόα
without herbage, Eur.