δαλίον: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δᾱλίον:''' τό головешка Arph. | |elrutext='''δᾱλίον:''' τό головешка Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δαλίον -ου, τό [δαλός] demin. fakkeltje. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of δαλός, Ar.Pax959.
German (Pape)
[Seite 520] τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δαλός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 959.
Spanish (DGE)
(δᾱλίον) -ου, τό
tizón, pequeña antorcha Ar.Pax 959, cf. δαλός.
Greek Monolingual
δαλίον, το (Α)
μικρός δαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δαλός].
Greek Monotonic
δᾱλίον: τό, υποκορ. του δαλός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δᾱλίον: τό головешка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαλίον -ου, τό [δαλός] demin. fakkeltje.