διαπεύθομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(1b)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπεύθομαι:''' Aesch. = [[διαπυνθάνομαι]].
|elrutext='''διαπεύθομαι:''' Aesch. = [[διαπυνθάνομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for [[διαπυνθάνομαι]] Aesch.]
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπεύθομαι Medium diacritics: διαπεύθομαι Low diacritics: διαπεύθομαι Capitals: ΔΙΑΠΕΥΘΟΜΑΙ
Transliteration A: diapeúthomai Transliteration B: diapeuthomai Transliteration C: diapeythomai Beta Code: diapeu/qomai

English (LSJ)

poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).

German (Pape)

[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés;
poét. c.
διαπυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.

Greek Monolingual

βλ. διαπυνθάνομαι.

Greek Monotonic

διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.

Russian (Dvoretsky)

διαπεύθομαι: Aesch. = διαπυνθάνομαι.

Middle Liddell

poet. for διαπυνθάνομαι Aesch.]