διαχάσκω: Difference between revisions
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαχάσκω:''' досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.). | |elrutext='''διαχάσκω:''' досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2, -έχᾰνον<br />to [[gape]] [[wide]], [[yawn]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
aor. 2 -έχᾰνον: pf. -κέχηνα:—
A gape, yawn, Ar.Eq.533, Thphr.HP3.9.1, Plu.2.976b, 980b; ἀμφί, πρός τι, Agath.2.32, 5.3.
German (Pape)
[Seite 613] = διαχαίνω; Ar. Equ. 533; von Früchten, aufspringen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάσκω: παλαιότερος τύπος τοῦ διαχαίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χάσκω.
Spanish (DGE)
1 abrirse τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.Eq.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.HP 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar Sch.A.A.492b, cf. Thphr.CP 2.9.12, Plu.2.980b.
2 abrir la boca οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11.
Greek Monolingual
διαχάσκω (AM)
1. διαχαίνω
2. (για σύκα) σκάζω.
Greek Monotonic
διαχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, χαζεύω με ανοιχτό το στόμα, χάσκω, χασμουριέμαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαχάσκω: досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.).