ἐπακουός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπακουός]], -όν (Α) [[ακούω]]<br /><b>1.</b> (με γεν.) [[προσεκτικός]], προσηλωμένος [[ακροατής]] («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επήκοος]].
|mltxt=[[ἐπακουός]], -όν (Α) [[ακούω]]<br /><b>1.</b> (με γεν.) [[προσεκτικός]], προσηλωμένος [[ακροατής]] («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επήκοος]].<br />-η, -ο<br />δημδ. τ. [[αντί]] [[υπάκουος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />δημδ. τ. [[αντί]] [[υπάκουος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰκουός Medium diacritics: ἐπακουός Low diacritics: επακουός Capitals: ΕΠΑΚΟΥΟΣ
Transliteration A: epakouós Transliteration B: epakouos Transliteration C: epakouos Beta Code: e)pakouo/s

English (LSJ)

όν,

   A attentive to, c. gen., ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα Hes.Op. 29, cf. Call.Fr.236; cf. ἐπηκοος.

German (Pape)

[Seite 897] zuhörend; τινός, Hes. O. 29; Callim. frg. 236. Vgl. ἐπήκοος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰκουός: -όν, (ἐπακούω), ἀκροατής, ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα, ἀκροατὴν τῶν διαδικασιῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἔνθα ἐγίνοντο αἱ δίκαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 236˙ ἀλλαχοῦ ἐπήκοος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui prête l’oreile à, qui écoute, gén..
Étymologie: ἐπακούω.

Greek Monolingual

ἐπακουός, -όν (Α) ακούω
1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.)
2. επήκοος.
-η, -ο
δημδ. τ. αντί υπάκουος.

Greek Monotonic

ἐπᾰκουός: -όν, επιμελής, με γεν., σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰκουός: слушающий, внемлющий (τινος Hes.).