ἐπαγωγικός: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(2) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epagogikos | |Transliteration C=epagogikos | ||
|Beta Code=e)pagwgiko/s | |Beta Code=e)pagwgiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[inductive]], τρόπος <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.196</span>, cf. <span class="bibl">Asp.<span class="title">in EN</span>2.25</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.195</span>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (from Med.) [[attractive]], v.l. for [[ὑπαγωγικός]] in <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A inductive, τρόπος S.E.P.2.196, cf. Asp.in EN2.25. Adv. -κῶς S.E.P.2.195, Sch.Pi.O.1.20. II (from Med.) attractive, v.l. for ὑπαγωγικός in D.H.Comp.4.
German (Pape)
[Seite 894] ή, όν, anziehend, reizend, D. Hal. C. V. 4 p. 56. – Adv. inductionsweise, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 195, wie ὁ ἐπ. τρόπος 196.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωγικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπαγωγήν, τρόπος Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 196. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτὸς 2. 195. ΙΙ. (ἐν τοῦ Μέσ. τύπου) προσέλκων, ἑλκυστικός, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 18 (σ. 1006), πρβλ. ὑπαγωγικός. ― Ἐπιρρ. ἐπαγωγικῶς, δι’ ἐπαγωγῆς, Σέξτ. Ἐμπ. 102. 11.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπαγωγικός, -ή, -όν) επαγωγή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα»)
αρχ.
επαγωγός, ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επαγωγικούς, -ά
με τρόπο επαγωγικό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγωγικός: лог. индуктивный (τρόπος Sext.).