ἐργοδότης: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐργοδότης:''' ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen. | |elrutext='''ἐργοδότης:''' ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐργο-[[δότης]], ου,<br />one who lets out [[work]], opp. to [[ἐργολάβος]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who farms out work, X.Cyr. 8.2.5, CIG3467.22 (Sardes); un-Attic, acc. to Phryn.326 ; incorrectly used of workmen, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 1020] ὁ, der Arbeit giebt, Lohnherr, Xen. Cyr. 8, 2, 5; nach Poll. 7, 182 ὁ ἐκδιδούς; Phryn. verwirft das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων ἐργασίαν, ἀντίθετον τῷ ἐργολάβος, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui donne leur tâche aux ouvriers.
Étymologie: ἔργον, δίδωμι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. εργοδότισσα, εργοδότρια, εργοδότις (AM ἐργοδότης
Μ θηλ. ἐργοδότρια)
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί έμμισθο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
μσν.
ἡ ἐργοδότρια
η υπεύθυνη μοναστηριού για την κατανομή τών έργων στις μοναχές.
Greek Monotonic
ἐργοδότης: -ου, ὁ, αυτός που παρέχει εργασία, αντίθ. προς το ἐργολάβος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐργοδότης: ου ὁ работодатель, наниматель, заказчик Xen.
Middle Liddell
ἐργο-δότης, ου,
one who lets out work, opp. to ἐργολάβος, Xen.