εὐδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐδιάλλακτος:''' легко примиряющийся, сговорчивый Plut.
|elrutext='''εὐδιάλλακτος:''' легко примиряющийся, сговорчивый Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐδιάλλακτος]], ον<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]]: adv. -τως, Plut.
}}
}}

Revision as of 13:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάλλακτος Medium diacritics: εὐδιάλλακτος Low diacritics: ευδιάλλακτος Capitals: ΕΥΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eudiállaktos Transliteration B: eudiallaktos Transliteration C: evdiallaktos Beta Code: eu)dia/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A easy to reconcile, placable, D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. -τως Id.Caes.54, M.Ant.1.7 (v.l. εὐαναδιδάκτως codd. Suid.).

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, εἰρηνικός, Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.
Étymologie: εὖ, διαλλάσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)
αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α-διάλλακτος, δυσ-διάλλακτος].

Greek Monotonic

εὐδιάλλακτος: -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, ειρηνικός· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάλλακτος: легко примиряющийся, сговорчивый Plut.

Middle Liddell

εὐδιάλλακτος, ον
easy to reconcile, placable: adv. -τως, Plut.