Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡσυχιότης: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡσῠχιότης:''' ητος ἡ спокойствие Plat., Lys.
|elrutext='''ἡσῠχιότης:''' ητος ἡ спокойствие Plat., Lys.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡσῠχιότης, ητος, = [[ἡσυχία]], Plat.]
}}
}}

Revision as of 23:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιότης Medium diacritics: ἡσυχιότης Low diacritics: ησυχιότης Capitals: ΗΣΥΧΙΟΤΗΣ
Transliteration A: hēsychiótēs Transliteration B: hēsychiotēs Transliteration C: isychiotis Beta Code: h(suxio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,= ἡσυχία, Id.Chrm.159b, 159d; ἡ. τινός his

   A quiet disposition, Lys.26.5.

German (Pape)

[Seite 1178] ητος, ἡ, Bedachtsamkeit; neben βραδυτής im Ggstz von ταχυτής Plat. Charm. 159 b ff. Bei Lys. 26, 5 dem σώφρων εἶναι entsprechend, im Ggstz von ἀσελγαίνειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχιότης: -ητος, ἡ, = ἡσυχία, Πλάτ. Χαρμ. 159Β κἑξ.· ἡσ. τινός, αἱ εἰρηνικαὶ αὐτοῦ διαθέσεις, Λυσ. 175. 27.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
caractère doux, tranquille.
Étymologie: ἡσύχιος.

Greek Monolingual

ἡσυχιότης, ἡ (Α) ησύχιος
ηρεμία, γαλήνη, ειρηνική διάθεση.

Greek Monotonic

ἡσῠχιότης: -ητος, ἡ, = ἡσυχία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἡσῠχιότης: ητος ἡ спокойствие Plat., Lys.

Middle Liddell

ἡσῠχιότης, ητος, = ἡσυχία, Plat.]