θεηκόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(2b)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θεηκόλος
|Medium diacritics=θεηκόλος
|Low diacritics=θεηκόλος
|Capitals=ΘΕΗΚΟΛΟΣ
|Transliteration A=theēkólos
|Transliteration B=theēkolos
|Transliteration C=theikolos
|Beta Code=qehko/los
|Definition=ον, = [[θεοκόλος]], [[priest]], Paus. 5.15.10, IG 3.305, 487, ''Inscr.Olymp.'' 123; [[choirboy]], Luc. ''Alex.'' 41 (pl.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1191.png Seite 1191]] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1191.png Seite 1191]] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.

Revision as of 10:59, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεηκόλος Medium diacritics: θεηκόλος Low diacritics: θεηκόλος Capitals: ΘΕΗΚΟΛΟΣ
Transliteration A: theēkólos Transliteration B: theēkolos Transliteration C: theikolos Beta Code: qehko/los

English (LSJ)

ον, = θεοκόλος, priest, Paus. 5.15.10, IG 3.305, 487, Inscr.Olymp. 123; choirboy, Luc. Alex. 41 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.

Greek (Liddell-Scott)

θεηκόλος: -ον, = θεοκόλος, ἱερεύς, Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.

Greek Monolingual

θεηκόλος, -ον (Α)
1. ιερέας, θεοκόλος
2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλοςθεοκόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -κολος αναλογικά προς το βoυ-κόλος, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη-πόλοςθεο-πόλος ή θειο-πόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -πολος < πέλω / πέλομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι» (πρβλ. αι-πόλος, αμφί-πολος)].

Russian (Dvoretsky)

θεηκόλος: ὁ жрец (Luc. - v. l. θεοπρόπος).