ἰδέ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(2b)
m (Text replacement - "(\{\{lsm\n.*?)(\n\}\}\n\{\{lsm\n\|lsmtext=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδέ:''' προστ. αορ. του [[εἶδον]], δες, κοίταξε, σε Όμηρ.· μεταγεν. [[ἴδε]].
|lsmtext='''ἰδέ:''' προστ. αορ. του [[εἶδον]], δες, κοίταξε, σε Όμηρ.· μεταγεν. [[ἴδε]].<br />'''ἰδέ:''' [ῐ], Επικ. σύνδ. [[ἠδέ]], και, σε Όμηρ., Σοφ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδέ:''' [ῐ], Επικ. σύνδ. [[ἠδέ]], και, σε Όμηρ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:09, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδέ Medium diacritics: ἰδέ Low diacritics: ιδέ Capitals: ΙΔΕ
Transliteration A: idé Transliteration B: ide Transliteration C: ide Beta Code: i)de/

English (LSJ)

[ῐ], Ep. Conj.,= ἠδέ,

   A and, Il.4.147, al., Emp.20.7, etc., prob. l. in S.Ant.969 (lyr.).    II Cypr., then, in that case, Inscr.Cypr.135.12 H. (Prob. fr. the demonstrative stem i- (cf. Lat. is) and δέ.)

German (Pape)

[Seite 1235] ion. u. ep. = ἠδέ, und, Hom., bei dem die letzte Sylbe, wenn sie nicht elidirt wird, gewöhnl. durch die Vershebung lang wird. Auch Soph. Ant. 956 ch., als einziges Beispiel der Tragg.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδέ: Ἐπικ. σύνδεσμ. = ἠδέ, καί, Ὅμ., Ἡσίοδ.˙ ἅπαξ δὲ καὶ παρὰ Σοφ. (Ἀντ. 969) ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. υυ˙ ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (οὐχὶ πάντοτε, ἴδε ἐν Ἰλ. Ξ. 175, Τ. 285) ποιεῖ τὴν λήγουσαν θέσει μακρὰν καὶ ἐν τῇ τομῇ. - Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι εἶχε τὸ δίγαμμα, ϝιδέ: ἐντεῦθεν τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἰδὲ καὶ ἠδὲ μετὰ βραχέα φωνήεντα, ὡς, κνῆμαί τε ἰδέ... ἢ κνῆμαί τε ἠδέ.., ᾤχοντο ἠδέ... (Ἰλ. Δ. 147, 382), κτλ..

French (Bailly abrégé)

1conj.
et.
Étymologie: cf. ἠδέ.
2ou ἴδε;
2ᵉ sg. impér. ao.2 de ὁράω, v. *εἴδω.

English (Autenrieth)

=ἠδέ, and.

Greek Monotonic

ἰδέ: προστ. αορ. του εἶδον, δες, κοίταξε, σε Όμηρ.· μεταγεν. ἴδε.
ἰδέ: [ῐ], Επικ. σύνδ. ἠδέ, και, σε Όμηρ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδέ: I (у Hom. в арсисе ε долгое) ион. (= ἠδέ) conj. и, а также: εὐρύτερος ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Hom. шире плечами да и грудью; ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ᾽ ὁ Θρῃκῶν Σαλμυδησσός Soph. берега Боспора и Салмидесса Фракийского.

Russian (Dvoretsky)

ἰδέ: II и ἴδε [эп. imper. aor. к εἶδον от *εἴδω: ἴδε ἔργον Hom. наблюдай (как пойдет) дело; ἴδε πῶμα Hom. смотри за крышкой, т. е. следи, чтобы сундук был закрыт; ἴδε ὑγιὴς γέγονας NT вот ты выздоровел.