καταμφικαλύπτω: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταμφικαλύπτω:''' окутывать, обертывать (κεφαλῇ [[ῥάκος]] Hom. - in tmesi). | |elrutext='''καταμφικαλύπτω:''' окутывать, обертывать (κεφαλῇ [[ῥάκος]] Hom. - in tmesi). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to put all [[round]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
strengthd. for ἀμφικαλ-,
A put all round, κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Od.14.349.
German (Pape)
[Seite 1364] = ἀμφικαλύπτω; als Tmesis rechnet man hierher Od. 14, 349 κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας.
Greek (Liddell-Scott)
καταμφικαλύπτω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀμφικαλ-, περιθέτω, περιβάλλω ὡς κάλυμμα (ἡ κατὰ ἐν τμήσει), κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας Ὀδ. Ξ. 349.
French (Bailly abrégé)
recouvrir complètement.
Étymologie: κατά, ἀμφικαλύπτω.
Greek Monolingual
καταμφικαλύπτω (Α)
καλύπτω καλά από όλες τις πλευρές.
Greek Monotonic
καταμφικαλύπτω: μέλ. -ψω, περιβάλλω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
καταμφικαλύπτω: окутывать, обертывать (κεφαλῇ ῥάκος Hom. - in tmesi).
Middle Liddell
fut. ψω
to put all round, Od.