κεγχρεών: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(2b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kegchreon | |Transliteration C=kegchreon | ||
|Beta Code=kegxrew/n | |Beta Code=kegxrew/n | ||
|Definition=ῶνος, ὁ, (κέγχρος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ῶνος, ὁ, (κέγχρος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[place where iron is granulated and made mallealle]], Docum. ap. <span class="bibl">D.37.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:25, 30 June 2020
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (κέγχρος)
A place where iron is granulated and made mallealle, Docum. ap. D.37.26.
German (Pape)
[Seite 1410] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρεών: -ῶνος, ὁ, (κέγχρος) τὸ καθαριστήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις κέγχρος καὶ ἡ ἄμμος ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.
Greek Monolingual
κεγχρεών, ὁ (Α)
τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. -εών (πρβλ. ανθ-εών, χαλκ-εών)].
Russian (Dvoretsky)
κεγχρεών: ῶνος ὁ мастерская для дробления металлической руды Dem.