κύκνοψις: Difference between revisions
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κύκνοψις:''' εως adj. похожий на лебедя Anth. | |elrutext='''κύκνοψις:''' εως adj. похожий на лебедя Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κύκν-οψις, εως<br />[[swan]]-like, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ,
A swan-like, AP11.345.
German (Pape)
[Seite 1528] von Schwanenangesicht, Pallad. (XI, 345).
Greek (Liddell-Scott)
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὅμοιος κύκνῳ Ἀνθ. Π. 11. 345.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
voc. κύκνοψι;
à figure de cygne.
Étymologie: κύκνος, ὄψις.
Greek Monolingual
κύκνοψις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή-οψις, λύκ-οψις].
Greek Monotonic
κύκνοψις: -εως, ὁ, ἡ, όμοιος με κύκνο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κύκνοψις: εως adj. похожий на лебедя Anth.
Middle Liddell
κύκν-οψις, εως
swan-like, Anth.