λεοντοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λεοντοφῠής:''' львиный ([[ἄγρα]] Eur.).
|elrutext='''λεοντοφῠής:''' львиный ([[ἄγρα]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεοντο-φυής, ές [φυή]<br />of [[lion]] [[nature]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοφῠής Medium diacritics: λεοντοφυής Low diacritics: λεοντοφυής Capitals: ΛΕΟΝΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: leontophyḗs Transliteration B: leontophyēs Transliteration C: leontofyis Beta Code: leontofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον . . ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 29] ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la nature du lion.
Étymologie: λέων, φύω.

Greek Monolingual

λεοντοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει φύση λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- -φυής (< φυή, , ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλο-φυής, ταυρο-φυής].

Greek Monotonic

λεοντοφῠής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση λιονταριού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοφῠής: львиный (ἄγρα Eur.).

Middle Liddell

λεοντο-φυής, ές [φυή]
of lion nature, Eur.