μειδίαμα: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μειδίᾱμα:''' ατος τό Plut., Luc. = [[μείδημα]]. | |elrutext='''μειδίᾱμα:''' ατος τό Plut., Luc. = [[μείδημα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μειδίᾱμα, ατος, τό,<br />a [[smile]], Plut., Luc. [from [[μειδιάω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A smile, smiling, Luc.Bis Acc.28: pl., Plu.Sull. 35, Corn.ND24:—also μειδί-ᾱσις, εως, ἡ, Poll.6.199, Porph.Abst.4.6:
German (Pape)
[Seite 115] τό, = μείδημα, Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.
Greek (Liddell-Scott)
μειδίᾱμα: τό, «χαμόγελο», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. μειδίασμα· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ -ασμός, οῦ, ὁ, μειδίαμα, «χαμόγελο», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― μειδιαστικός, ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
le sourire.
Étymologie: μειδιάω.
Greek Monolingual
και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) μειδιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο
νεοελλ.
ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε»).
Greek Monotonic
μειδίᾱμα: -ατος, τό, χαμόγελο, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μειδίᾱμα: ατος τό Plut., Luc. = μείδημα.