μηχανεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(3) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, | |lstext='''μηχᾰνεύομαι''': [[μηχανάομαι]], διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
A = μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v. l. ib.3 Ma.6.22.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).
Greek Monolingual
(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνεύομαι: Xen. v. l. = μηχανάω.