Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βυσσοδομώ

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

(Μ βυσσοδομῶ, -έω)
σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία)
νεοελλ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + -δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»].