βυσσοδομώ

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

(Μ βυσσοδομῶ, -έω)
σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία)
νεοελλ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + -δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»].