ὀγδοηκοστός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀγδοηκοστός:''' восьмидесятый Thuc. | |elrutext='''ὀγδοηκοστός:''' восьмидесятый Thuc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀγδοηκοστός]], ή, όν [[ὀγδοήκοντα]]<br />eightieth, Thuc., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.
German (Pape)
[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκο-στός, εξηκο-στός)].
Greek Monotonic
ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.
Middle Liddell
ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.