νοθαγενής: Difference between revisions
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νοθᾱγενής:''' дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.). | |elrutext='''νοθᾱγενής:''' дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νοθᾱ-γενής, ές [doric and poet. for νοθηγενής] [[γίγνομαι]]<br />[[base]]-[[born]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, Dor. and poet. for Νοθηγενής,
A baseborn, E.Ion592, Andr.912,942.
Greek (Liddell-Scott)
νοθᾱγενής: -ές, Δωρ. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ νοθηγενής, ὁ νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος, ἀντίθετ. τῷ ἰθαγενής, Εὐρ. Ἴων. 592, Ἀνδρ. 912· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dor. c. *νοθηγενής;
de naissance illégitime.
Étymologie: νόθος, γένος.
Greek Monolingual
νοθαγενής, -ές (Α)
βλ. νοθογενής.
Greek Monotonic
νοθᾱγενής: -ές (γίγνομαι), Δωρ. και ποιητ. αντί νοθηγενής, γεννημένος νόθος ή από νόθους γονείς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νοθᾱγενής: дор. внебрачный, незаконнорожденный (παῖδες Eur.).
Middle Liddell
νοθᾱ-γενής, ές [doric and poet. for νοθηγενής] γίγνομαι
base-born, Eur.