Ὀλυμπίασι: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.
|elrutext='''Ὀλυμπίᾱσι:''' (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=at [[Olympia]], Ar., etc.; cf. θύρᾱσι.
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπίᾱσι Medium diacritics: Ὀλυμπίασι Low diacritics: Ολυμπίασι Capitals: ΟΛΥΜΠΙΑΣΙ
Transliteration A: Olympíasi Transliteration B: Olympiasi Transliteration C: Olympiasi Beta Code: *)olumpi/asi

English (LSJ)

Adv.,

   A v. Ὀλυμπία,  : but Ὀλυμπιάσι [ᾰ], dat. pl. of Ὀλυμπιάς.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπίᾱσι: Ἐπίρρ., ἴδε Ὀλυμπία, ἡ· ἀλλὰ Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. τοῦ Ὀλυμπιάς.

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie sans mouv.
Étymologie: Ὀλυμπία, -σι.

Greek Monolingual

ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α)
επίρ. στην Ολυμπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση του Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)].

Greek Monotonic

Ὀλυμπίᾱσι: επίρρ.:
I. στην Ολυμπία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρβλ. θύρᾱσι, αλλά, II.Ὀλυμπιάσι [ᾰ], δοτ. πληθ. του Ὀλυμπιάς.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίᾱσι: (ν) adv. В Олимпии Thuc., Plat., Dem.

Middle Liddell

at Olympia, Ar., etc.; cf. θύρᾱσι.