παντοβίης: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παντοβίης:''' ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий ([[Ἀχέρων]] Anth.). | |elrutext='''παντοβίης:''' ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий ([[Ἀχέρων]] Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).
Greek (Liddell-Scott)
παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.
Greek Monolingual
ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].
Greek Monotonic
παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παντοβίης: ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий (Ἀχέρων Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend.