παροίκησις: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παροίκησις:''' εως ἡ соседство Thuc.
|elrutext='''παροίκησις:''' εως ἡ соседство Thuc.
}}
{{elnl
|elnltext=παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.
}}
}}

Revision as of 07:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίκησις Medium diacritics: παροίκησις Low diacritics: παροίκησις Capitals: ΠΑΡΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: paroíkēsis Transliteration B: paroikēsis Transliteration C: paroikisis Beta Code: paroi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dwelling besideornear, neighbourhood, Th.4.92.    II = sq., LXX Ge.28.4,al.    2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.

Greek Monotonic

παροίκησις: ἡ, γειτνίαση, γειτονιά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παροίκησις: εως ἡ соседство Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.