παροίκησις
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dwelling beside or near, neighbourhood, Th.4.92.
II = παροικία (sojourning), LXX Ge.28.4,al.
2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.
Russian (Dvoretsky)
παροίκησις: εως ἡ соседство Thuc.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.
Greek Monotonic
παροίκησις: ἡ, γειτνίαση, γειτονιά, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).
Middle Liddell
παροίκησις, εως, [from παροικέω
a neighbourhood, Thuc.