περίστατος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περίστᾰτος:''' окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.).
|elrutext='''περίστᾰτος:''' окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περίστᾰτος, ον, [[περιστῆναι]]<br />surrounded and admired by the [[crowd]], Isocr.
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστᾰτος Medium diacritics: περίστατος Low diacritics: περίστατος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: perístatos Transliteration B: peristatos Transliteration C: peristatos Beta Code: peri/statos

English (LSJ)

ον,

   A surrounded and admired by the crowd, Eup.176, Iamb.VP7.35 ; π. ὑπὸ πάντων Isoc.6.95, cf. 15.269.    2 περιστατόν· τὸ ἀνάστατον, Hsch.    II Act., standing round and wondering, agape, π. τὴν κώμην ποιεῖ Theopomp. Com.41.

German (Pape)

[Seite 593] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.

Greek (Liddell-Scott)

περίστᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
autour de qui l’on se tient, qui attire la foule autour de soi, entouré.
Étymologie: περιΐστημι.

Greek Monolingual

-ον, ουδ. και -όν, Α περιίστημι
1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι
οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι»
Λεξ. Ρητ.)
2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῑ», Θεόπ. Κωμ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστατόν
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνάστατον».

Greek Monotonic

περίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

περίστᾰτος: окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.).

Middle Liddell

περίστᾰτος, ον, περιστῆναι
surrounded and admired by the crowd, Isocr.