περιφερόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιφερόγραμμος:''' ограниченный окружностью ([[σχῆμα]] Arst.).
|elrutext='''περιφερόγραμμος:''' ограниченный окружностью ([[σχῆμα]] Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περιφερό-γραμμος, ον,<br />bounded by a [[circular]] [[line]], Strab.
}}
}}

Revision as of 05:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφερόγραμμος Medium diacritics: περιφερόγραμμος Low diacritics: περιφερόγραμμος Capitals: ΠΕΡΙΦΕΡΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: peripherógrammos Transliteration B: peripherogrammos Transliteration C: periferogrammos Beta Code: perifero/grammos

English (LSJ)

ον,

   A bounded by a curved line, opp. εὐθύγραμμος, Arist.Cael.286b14, Str.5.1.2, Simp.in Cael.413.4.

German (Pape)

[Seite 598] mit einer kreisförmigen Linie umgeben, Ggstz ὀρθόγραμμος, Arist. de coelo 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιφερόγραμμος: -ον, ὁ ὑπὸ περιφερικῆς γραμμῆς ὁριζόμενος, ἀντίθ. τῷ εὐθύγραμμος, ὀρθόγραμμος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, Στράβ. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d’une ligne circulaire.
Étymologie: περιφερής, γραμμή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής + -γραμμος (< γραμμή)].

Greek Monotonic

περιφερόγραμμος: -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική γραμμή, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

περιφερόγραμμος: ограниченный окружностью (σχῆμα Arst.).

Middle Liddell

περιφερό-γραμμος, ον,
bounded by a circular line, Strab.