πολυκοιρανίη: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(4)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ многовластие Hom.
|elrutext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ многовластие Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]<br />the [[rule]] of [[many]], Il.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.

English (Autenrieth)

(κοίρανος): rule or sovereignty of many, Il. 2.204†.

Greek Monotonic

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ многовластие Hom.

Middle Liddell

πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]
the rule of many, Il.