Πολυδεύκης: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(4) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Πολυδεύκης:''' ους, эп. εος ὁ Полидевк (у римлян - [[Pollux]]; сын Зевса и Леды, брат Кастора) Hom. etc. | |elrutext='''Πολυδεύκης:''' ους, эп. εος ὁ Полидевк (у римлян - [[Pollux]]; сын Зевса и Леды, брат Кастора) Hom. etc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Πολυ-δεύκης, εος, ὁ, = ὁ πολλὴν [[δόξαν]] ἔχων]<br />[[Pollux]], one of the [[Dioscuri]], son of [[Leda]], [[brother]] of [[Castor]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 10 January 2019
English (LSJ)
εος, ὁ,
A Pollux, Il.3.237, Od.11.300: hence Adj. Πολυδεύκειος, Ep. fem. Πολυδευκεΐη, χείρ Call.Fr.496. II Adj. πολυδευκής, ές, v.l. for πολυηχής in Od.19.521 ap.Ael.NA5.38 (τὴν ποικίλως μεμιμημένην) and Hsch. (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. δευκές). 2 = ποικίλος, μορφή prob. for -δερκής in Nic.Th.209. 3 (δεῦκος) very sweet, ἑλίχρυσος ib.625 (cf. Sch. ad loc.).
French (Bailly abrégé)
εος, -ους (ὁ) :
Pollux, fils de Zeus et de Léda, frère de Castor.
Étymologie: litt. « tout à fait brillant », de πολύς, *δεῦκος de même radic. que le lat. lux.
English (Autenrieth)
Polydeuces (Pollux), son of Zeus and Leda, twin brother of Castor, Il. 3.237, Od. 11.300.
English (Slater)
Πολῠδεύκης son of Leda and Zeus, (half-)brother to Kastor
1 Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.62) Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος (N. 10.50) ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (sc. Ἀφαρητίδαι) (N. 10.68) Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) (I. 5.33)
Greek Monotonic
Πολυδεύκης: -εος, ὁ, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, ο Πολυδεύκης, ένας από τους Διόσκουρους, γιος της Λύδας και αδελφός του Κάστορα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
Πολυδεύκης: ους, эп. εος ὁ Полидевк (у римлян - Pollux; сын Зевса и Леды, брат Кастора) Hom. etc.
Middle Liddell
Πολυ-δεύκης, εος, ὁ, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων]
Pollux, one of the Dioscuri, son of Leda, brother of Castor, Hom.