πολύκρουνος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(4) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύκρουνος:''' многострунный: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников. | |elrutext='''πολύκρουνος:''' многострунный: [[ὕδωρ]] πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κρουνος, ον,<br />with [[many]] springs, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.
German (Pape)
[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l’eau s’échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].
Greek Monotonic
πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκρουνος: многострунный: ὕδωρ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.