πολύφονος: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
(4)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύφονος:''' убивающий многих ([[χείρ]] Eur.).
|elrutext='''πολύφονος:''' убивающий многих ([[χείρ]] Eur.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.
}}
}}

Revision as of 08:12, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.