πραϋντικός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt

Menander, Monostichoi, 114
(4)
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
|lsmtext='''πρᾱϋντικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρᾱϋντικός:''' успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.
|elrutext='''πρᾱϋντικός:''' успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν<br />fit for [[appeasing]], Arist. from [[πραΰνω]
}}
}}

Revision as of 15:59, 9 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραϋντικός Medium diacritics: πραϋντικός Low diacritics: πραϋντικός Capitals: ΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: praüntikós Transliteration B: prauntikos Transliteration C: prayntikos Beta Code: prau+ntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for appeasing, Arist.Rh. 1380a31: esp. Medic., relieving, ἰσχιάδος Dsc.2.80, cf. Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 696] besänftigend, zum Besänftigen geschickt, Arist. rhet. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πραϋντικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς πράϋνσιν κατάλληλος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: πραΰνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραϋντικός, -ή, -όν, ΝΑ πραϋντής
1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός
2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός.
επίρρ...
πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν
κατά τρόπο πραϋντικό.

Greek Monotonic

πρᾱϋντικός: -ή, -όν, κατάλληλος στο να καταπραΰνει, να κατευνάζει, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱϋντικός: успокаивающий: τὰ πραϋντικά Arst. успокаивающие средства. {{mdlsj |mdlsjtxt=πρᾱϋντικός, ή, όν
fit for appeasing, Arist. from [[πραΰνω] }}