πρωτόλεια: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρωτόλεια:''' τά первая добыча: γονάτων π. [[θιγγάνω]] [[ἱκέτης]] Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.
|elrutext='''πρωτόλεια:''' τά первая добыча: γονάτων π. [[θιγγάνω]] [[ἱκέτης]] Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρωτόλεια]], ων, τά, [[λεία]]<br />the [[first]] spoils in war, the firstfruits; τῶν σῶν γονάτων [[πρωτόλεια]] as the [[first]] act of my [[supplication]], Eur.
}}
}}

Revision as of 15:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόλεια Medium diacritics: πρωτόλεια Low diacritics: πρωτόλεια Capitals: ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ
Transliteration A: prōtóleia Transliteration B: prōtoleia Transliteration C: protoleia Beta Code: prwto/leia

English (LSJ)

τά, (λεία)

   A first spoils in war, and, generally, firstfruits, Lyc.298, f.l. for προτέλεια in J.AJ4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.Ep.184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω, as the first act of my supplication, E.Or.382: sg.,= ἀπαρχή, Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόλεια: τά, (λεία) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα λάφυρα ἐν πολέμῳ, καὶ καθόλου, οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ πρωτόλεια τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον στέφος Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
première part d’un butin ; en gén. prémices.
Étymologie: πρῶτος, λεία.

Greek Monotonic

πρωτόλεια: τά (λεία), τα πρώτα λάφυρα στον πόλεμο, γενικά, πρώτοι καρποί, απαρχές· τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια, στην έναρξη της ικεσίας μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόλεια: τά первая добыча: γονάτων π. θιγγάνω ἱκέτης Eur. я прежде всего припадаю с мольбой к (твоим) коленям.

Middle Liddell

πρωτόλεια, ων, τά, λεία
the first spoils in war, the firstfruits; τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια as the first act of my supplication, Eur.