ῥηνοφορεύς: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥηνοφορεύς:''' έως adj. m одетый в овечью шкуру ([[Διόνυσος]] Anth.).
|elrutext='''ῥηνοφορεύς:''' έως adj. m одетый в овечью шкуру ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥηνο-[[φορεύς]], έως, ὁ, [from ῥήν] [[φέρω]]<br />clad in sheepskin, Anth.
}}
}}

Revision as of 00:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηνοφορεύς Medium diacritics: ῥηνοφορεύς Low diacritics: ρηνοφορεύς Capitals: ΡΗΝΟΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: rhēnophoreús Transliteration B: rhēnophoreus Transliteration C: rinoforeys Beta Code: r(hnoforeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A clad in sheepskin, of Dionysus, AP9.524.18.

German (Pape)

[Seite 840] ὁ, der einen Schaafpelz trägt, Hymn. in Dionys. (IX, 524, 18).

Greek (Liddell-Scott)

ῥηνοφορεύς: ὁ, ἐνδεδυμένος δορὰν προβάτου, ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 18.

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
vêtu d’une peau d’agneau.
Étymologie: ῥήν, φέρω.

Greek Monolingual

έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].

Greek Monotonic

ῥηνοφορεύς: ὁ (φέρω), ντυμένος, καλυμμένος με προβιά προβάτου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥηνοφορεύς: έως adj. m одетый в овечью шкуру (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

ῥηνο-φορεύς, έως, ὁ, [from ῥήν] φέρω
clad in sheepskin, Anth.