σαφέως: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(4)
(nl)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σᾰφέως:''' ион. = [[σαφῶς]].
|elrutext='''σᾰφέως:''' ион. = [[σαφῶς]].
}}
{{elnl
|elnltext=σαφέως Ion. voor σαφῶς.
}}
}}

Revision as of 08:36, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 866] ion. = σαφῶς, adv. von σαφής; = Vorigem; H. h. Cer. 149; μαρτυρήσω, Pind. Ol.

Greek (Liddell-Scott)

σαφέως: ἴδε σαφής ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. σαφῶς.

English (Slater)

ςᾰφέως
   1 clearly τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.20) “φράσσατέ μοι σαφέως” (P. 4.117)

Greek Monotonic

σαφέως: βλ. σαφής II.

Russian (Dvoretsky)

σᾰφέως: ион. = σαφῶς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαφέως Ion. voor σαφῶς.