συμπροπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπροπίπτω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.
|lstext='''συμπροπίπτω''': ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[προπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπίπτω Medium diacritics: συμπροπίπτω Low diacritics: συμπροπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: sympropíptō Transliteration B: sympropiptō Transliteration C: sympropipto Beta Code: sumpropi/ptw

English (LSJ)

   A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.

Greek Monolingual

Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.