συνεπιρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπιρρέπω:''' вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).
|elrutext='''συνεπιρρέπω:''' вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επιρρέπω mee neigen met, d.w.z. meegaan in, met dat.: subst.. τὸ συνεφελκόμενον οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ πολλοὶ καὶ συνεπιρρέπον de neiging om meegesleept te worden door en mee te gaan in de fouten van de grote massa Plut. Phoc. 2.8.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιρρέπω Medium diacritics: συνεπιρρέπω Low diacritics: συνεπιρρέπω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΡΡΕΠΩ
Transliteration A: synepirrépō Transliteration B: synepirrepō Transliteration C: synepirrepo Beta Code: sunepirre/pw

English (LSJ)

   A incline towards together, Plu.Phoc.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέπω: вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιρρέπω mee neigen met, d.w.z. meegaan in, met dat.: subst.. τὸ συνεφελκόμενον οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ πολλοὶ καὶ συνεπιρρέπον de neiging om meegesleept te worden door en mee te gaan in de fouten van de grote massa Plut. Phoc. 2.8.