σφετεριστής: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ захватчик Arst. | |elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ захватчик Arst. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.
Greek (Liddell-Scott)
σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s’approprie le bien d’autrui.
Étymologie: σφετερίζω.
Greek Monolingual
ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.
Greek Monotonic
σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.