σχολαιότης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σχολαιότης:''' ητος ἡ медлительность (κατὰ τὴν πορείαν Thuc.).
|elrutext='''σχολαιότης:''' ητος ἡ медлительность (κατὰ τὴν πορείαν Thuc.).
}}
{{elnl
|elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαιότης Medium diacritics: σχολαιότης Low diacritics: σχολαιότης Capitals: ΣΧΟΛΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: scholaiótēs Transliteration B: scholaiotēs Transliteration C: scholaiotis Beta Code: sxolaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A leisureliness, laziness, Th.2.18, Chor.15.7 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1058] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Thuc. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαιότης: -ητος, ἡ, μέλλησις, βραδύτης, ἀργοπορία, ἡ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν σχολαιότης Θουκ. 2. 18.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
lenteur.
Étymologie: σχολαῖος.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α σχολαῑος
βραδύτητα, νωθρότητα.

Greek Monotonic

σχολαιότης: -ητος, ἡ, χρονοτριβή, βραδύτητα, αργοπορία, οκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία, τεμπελιά, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σχολαιότης: ητος ἡ медлительность (κατὰ τὴν πορείαν Thuc.). {{elnl |elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3. }}